γλυκερίνη

γλυκερίνη
Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH-CHOH-CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την ανακάλυψε το 1779 ο χημικός Σέελε ο οποίος την ονόμασε γλυκύ έλαιον. Μπορεί να παρασκευαστεί με διάφορους τρόπους: με σαπωνοποίηση των λιπών, με ζύμωση των σακχαρούχων ουσιών (στην αλκοολική ζύμωση η γ. είναι ένα παραπροϊόν, αλλά μπορεί να γίνει και κύριο προϊόν αν προστεθεί θειώδες νάτριο το οποίο αντιδρά με την ακεταλδεΰδη και εμποδίζει την αναγωγή της σε αλκοόλη) και τέλος με σύνθεση από το προπυλένιο. Η ακατέργαστη γ. καθαρίζεται με θέρμανση και με την παρουσία ενεργού άνθρακα ή με απόσταξη. Η γ. είναι υγρό πυκνόρευστο, ελαιώδες, άχρωμο και με γεύση που γλυκίζει· βράζει στους 290°C και σε υψηλότερες θερμοκρασίες αποσυντίθεται σε ύδωρ και σε μία δριμεία και ερεθιστική ουσία, που λέγεται ακρολεΐνη. Διαλυτή στο νερό και στην αλκοόλη, παραμένει αδιάλυτη στους κοινούς οργανικούς διαλύτες και έχει ουδέτερη αντίδραση. Αντιδρά με τα οργανικά και ανόργανα οξέα για να δώσει εστέρες, από τους οποίους το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νιτρογλυκερίνη (εστέρας του νιτρικού οξέος). Οι χρήσεις της γ. είναι πάρα πολλές: χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό υγρό, στην υφαντουργική βιομηχανία, στην τυπογραφική, στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία, στην παρασκευή συνθετικών ελαίων, για τη διατήρηση τροφίμων και στην παραγωγή της νιτρογλυκερίνης και εκρηκτικών υλών που προέρχονται από αυτήν. Χρησιμοποιείται επίσης ως γλυκαντική ύλη για τους διαβητικούς.
* * *
η
τρισθενής αλκοόλη που χρησιμοποιείται ως διαλύτης, μέσο διαβροχής, αντιπηκτικό μέσο και πρώτη ύλη για την παραγωγή καλλυντικών, εκρηκτικών υλών, βερνικιών κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλυκερίνη — η παχύρρευστο και άχρωμο υγρό με υπόγλυκη γεύση που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

  • γλυκερίδια — Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο , δι και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή… …   Dictionary of Greek

  • γλυκερινώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με γλυκερίνη 2. αυτός που περιέχει γλυκερίνη …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποίηση — Χημική αντίδραση κατά την οποία τα λίπη διασπούνται στα συστατικά τους, με την παρουσία αλκαλικών βάσεων, που έχουν προστεθεί σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση θεωρητικά απαιτείται. Αν ένα λίπος θερμανθεί με διάλυμα καυστικής σόδας, παράγονται… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • βοριογλυκερίδιο — Αντισηπτική ουσία που παρασκευάζεται αν θερμανθεί γλυκερίνη με βορικό οξύ σε θερμοκρασία μικρότερη από 150°C. Διαλύεται στο νερό και την αλκοόλη και περιέχει περίπου 25% βοριογλυκερίνης (C3H5 ΒΟ3) και 75% ελεύθερο βορικό οξύ και γλυκερίνη σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”